αλτρουιστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που δείχνει αλτρουισμό: Ήταν πραγματικός αλτρουιστής, γι αυτό και δε θησαύριζε από την ιατρική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλτρουιστικός — ή, ό [αλτρουιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αλτρουισμό ή τον αλτρουιστή … Dictionary of Greek
ανθρωπιστής — ο (θηλ. ίστρια) 1. ουμανιστής, αυτός που ακολουθεί τις αρχές του ανθρωπισμού, που επιδιώκει και μοχθεί για την πρόοδο και το καλό του ανθρώπινου γένους 2. αυτός που μελετά την κλασική αρχαιότητα και διαδίδει τις αξίες της με σκοπό την κοινωνική… … Dictionary of Greek
κοινωνικός — ή, ό (AM κοινωνικός, ή, όν) [κοινωνός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην κοινωνία («κοινωνικός βίος») 2. (για πρόσ.) αυτός που τού αρέσουν οι συναναστροφές με άλλους ανθρώπους, προσηνής, κοσμικός 3. αυτός που πρόθυμα προσφέρει… … Dictionary of Greek
φιλάλληλος — η, ο, Ν αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπὸ του, αλτρουιστής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλάλληλον η φιλαλληλία. επίρρ... φιλαλλήλως Μ με φιλαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < φρ. φίλος ἀλλήλοις (πρβλ. ὑπ άλληλος)] … Dictionary of Greek
φιλάνθρωπος — η, ο / φιλάνθρωπος, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. πληθ. ουδ. φιλάνθρουπα Α 1. αυτός που αγαπά τον πλησίον του, τον συνάνθρωπό του, φιλάλληλος, αλτρουιστής 2. (για τον θεό) αυτός που αγαπά τους ανθρώπους («ἐν ὀνόματι τοῡ θεοῡ τοῡ ἐλεήμονος καὶ… … Dictionary of Greek
φιλανθρωπιστής — ο, θηλ. φιλανθρωπίστρια, Ν αλτρουιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλάνθρωπος + κατάλ. ιστής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στην Καλλιόπη Χ. Κεχαγιά] … Dictionary of Greek
φιλάλληλος — η, ο αυτός που αγαπάει τον πλησίον, ο αλτρουιστής: Η ελεημοσύνη είναι φιλάλληλη πράξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλάνθρωπος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αγαπάει τους ανθρώπους, φιλάλληλος, αλτρουιστής: Η αρχαία ελληνική φιλοσοφία είναι φιλάνθρωπη. 2. ο ελεήμονας, ο αγαθοεργός, ο σπλαχνικός: Τον βοήθησαν στην αρρώστια του φιλάνθρωποι πλούσιοι. 3. αυτός που διαπνέεται από … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)